-
1 sanayi
βιομηχανία -
2 industrie
βιομηχανία -
3 průmysl
βιομηχανία -
4 industry
βιομηχανία -
5 przemysł
βιομηχανία -
6 промышленность
-и θ.βιομηχανία•добывающая промышленность βιομηχανία εξόρυξης•
обрабатывающая βιομηχανία επεξεργασίας•
тяжлая промышленность βαριά βιομηχανία•
лгкая промышленность ελαφρά β ιομηχαν ία•
текстильная промышленность υφαντουργική βιομηχανία•
химическая промышленность χημική βιομηχανία•
пищевая промышленность βιομηχανία τροφίμων•
военная промышленность πολεμική βιομηχανία•
машиностроительная промышленность βιομηχανία μηχανοκατασκευών.
-
7 индустрия
индустрия ж η βιομηχανία тяжёлая (лёгкая) \индустрия η βαριά (ελαφρά) βιομηχανία* * *жη βιομηχανίαтяжёлая (лёгкая) индустри́я — η βαριά (ελαφρά) βιομηχανία
-
8 промышленность
промышленность ж η βιομηχανία- тяжёлая (лёгкая) \промышленность η βαριά (ελαφρό) βιομηχανία* основные отрасли \промышленностьи οι κύριοι κλάδοι της βιομηχανίας* * *жη βιομηχανίαтяжёлая (лёгкая) промы́шленность — η βαριά (ελαφρά) βιομηχανία
основны́е о́трасли промы́шленности — οι κύριοι κλάδοι της βιομηχανίας
-
9 промышленность
промышленностьж ἡ βιομηχανία:тяжелая (легкая) \промышленность ἡ βαρειά (ή ἐλαφρά) βιομηχανία· обрабатывающая \промышленность ἡ βιομηχανία κατεργασίας πρώτων ὑλών пищевая \промышленность βιομηχανία τροφίμων (или είδών διατροφής). -
10 индустрия
индустрияж ἡ βιομηχανία:тяжелая \индустрия ἡ βαρείά βιομηχανία· легкая \индустрия ἡ ἐλαφρά βιομηχανία. -
11 индустрия
-и θ.βιομηχανία•тяжелая βαριά βιομηχανία•
легкая индустрия ελαφρά βιομηχανία.
-
12 горный
горный ορεινός, βουνίσιος \горныйая промышленность η με ταλλευτική βιομηχανία* * *ορεινός, βουνίσιοςго́рная промы́шленность — η μεταλλευτική βιομηχανία
-
13 индустрия
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индустрия
-
14 латунь
ο ορείχαλκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > латунь
-
15 машиностроение
η βιομηχανία, η κατασκευή μηχανημάτων, η μηχανοποιΐαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > машиностроение
-
16 моторостроение
η βιομηχανία κατασκευής των κινητήρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > моторостроение
-
17 нефтедобывающий
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нефтедобывающий
-
18 нефтепромышленность
η πετρελαιο-βιομηχανίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нефтепромышленность
-
19 приборостроение
1. (изготовление) η κατασκευή συσκευών ή οργάνων 2. (производство) η βιομηχανία κατασκευής συσκευών ή οργάνων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приборостроение
-
20 промышленность
η βιομηχανίαавтотракторная - κατασκευής αυτοκινήτων και ελκυστήρων/τρακτέρбумажная - η χαρτοβιομηχανία, η χαρτοποιίαдеревообрабатывающая - επεξεργασίας/κα-τεργασίας της ξυλείαςликёрно-водочная - παραγωγής αλκοολούχων/οινοπνευματωδών ποτώνмыловаренная - σαπωνο-ποϊί'ας, η σαπωνοβιομηχανίαнефтеперерабатывающая - επεξεργασίας/διΰ-λισης πετρελαίουхлопчатобумажная - ύφανσης βαμβακερών, η υφαντουργίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > промышленность
См. также в других словарях:
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — η η παραγωγή αγαθών με μηχανές σε εργοστάσια μετά την επεξεργασία των πρώτων υλών: Είναι χώρα με αναπτυγμένη βιομηχανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
επαγγελματικές νόσοι — Νόσοι που προκαλούνται από τις συνθήκες του εργασιακού περιβάλλοντος. Διακρίνονται από εκείνες τις παθολογικές καταστάσεις στις οποίες το είδος της εργασίας δρα μόνο ως τυχαίο αίτιο, όπως, για παράδειγμα, τα ατυχήματα. Σε αντίθεση με τα ατυχήματα … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… … Dictionary of Greek